- ατόξευτος
- -η, -ο (Α ἀτόξευτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν χτυπήθηκε με τόξοαρχ.αυτός που βρίσκεται εκτός βολής τόξου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτοξεύτους — ἀτόξευτος out of bow shot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)